- εκδαπανώ
- (AM ἐκδαπανῶ, -άω)ξοδεύω εντελώς, καταξοδεύω(α. «ἐκδαπανῶ οὐσίαν» — σπαταλώ την περιουσίαβ. «ῥαθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας» — σπατάλησα όλη μου τη ζωή, άσκοπα και βαριεστημένα)μσν.καταστρέφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεκδαπανώ — άω, Α δαπανώ εντελώς, εξαντλώ προηγουμένως («[ὁ Εὐφράτης] ταῑς... διώρυξι ταῑς ἐπὶ τήν χώραν ἀγομέναις προεκδαπανᾱται πρὶν ἐκβολήν εἰς θάλατταν πεποιῆσθαι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκδαπανῶ «ξοδεύω, σπαταλώ εντελώς»] … Dictionary of Greek
συνεκδαπανώ — άω, Α κατασπαταλώ, καταξοδεύω συγχρόνως («μήπως τῷ μοχθηρῷ χυμῷ συνεκδαπανήσῃς καὶ τὸν χρηστόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδαπανῶ «σπαταλώ, καταξοδεύω»] … Dictionary of Greek